Red Bull Romaniacs 2011 Sibiu, 16 – 20/7

Το να κρατήσεις μυαλό και σώμα συγκεντρωμένο για έξι ολόκληρες ώρες την μέρα στον ένα και μόνο στόχο του τερματισμού είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στον κόσμο.
Εικόνα burnout
Burn Out Team 12 Φεβ 2013

Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει τον παράδεισο από την κόλαση, την οδηγική ηδονή στα Καρπάθια από τον αφόρητο πόνο, που για πλάκα σου χαλάει κάθε ελπίδα για τερματισμό

Κείμενο του Ανδρέα Γκλαβά

Ο Ανδρέας Γκλαβάς από το αδελφό περιοδικό ΜΟΤΟ και πάλι ταξίδεψε στη Ρουμανία για το πιο δύσκολο motocross event και πάλεψε με τους δαίμονες και την πίεση. Μια από της πιο απαιτητικές διαδρομές που μπορεί κάποιος εντουρας να συναντήσει με νικητή για πρώτη φορά στα χρονικά έναν Έλληνα, τον Αντρέα Παραγιό από την Καβάλα, που ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου της κατηγορίας Hobby Single. Πάμε να δούμε μέσα από τα μάτια του Αντρίκου τι έγινε αυτό το λασπωμένο 4ημερο στα Καρπάθια

Ανδρέας Speaking...  
Το να κρατήσεις μυαλό και σώμα συγκεντρωμένο για έξι ολόκληρες ώρες την μέρα στον ένα και μόνο στόχο του τερματισμού είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στον κόσμο. Ο μόνος σου σύντροφος στο βουνό, είναι το GPS σου και σε προστάζει να ακολουθήσεις, το αχανές λιβάδι με τα καλά κρυμμένα σαμάρια ή τον βομβαρδισμένο δασικό δρόμο, κι οι επιλογές σου μοιάζουν ελάχιστες: είτε το βουλώνεις, σφίγγεις τα δόντια και προχωράς όσο μπορείς, ή σταματάς, πας σπίτι σου και μετά μια ζωή καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που εγκατέλειψες. Την πρώτη εκτός δρόμου μέρα του αγώνα, ο Ανδρέας Παραγιός πέρασε δύο φορές ξυστά από το ειδεχθές συναίσθημα μιας πιθανής εγκατάλειψης, ή ακόμη χειρότερα ενός τραυματισμού. Ένιωσε τον κρύο ιδρώτα να τον λούζει, προσευχήθηκε σε κάθε θεό και δαίμονα, κι ως δια μαγείας κατάφερε να ολοκληρώσει τη μέρα αλώβητος μα αρκετά σοφότερος. Μετά πήρε χαμπάρι πως το Red Bull Romaniacs ΔΕΝ είναι αγώνας enduro και πως τα 160 χιλιόμετρα τη μέρα στα σκληροτράχηλα μονοπάτια των Καρπαθίων ΔΕΝ θέλουν την επιθετική οδήγηση μιας ειδικής διαδρομής, συγκεντρώθηκε, και δείχνοντας την μεγάλη κλάση του σαν αναβάτης, κατάφερε αυτό που κανένας άλλος Έλληνας αναβάτης δεν έχει μέχρι τώρα πετύχει. Κι εγώ, εκατό μέτρα πριν τον τερματισμό της ίδιας, πρώτης μέρας, έπεσα σε μια άλλη μεγάλη παγίδα του αγώνα, παρασύρθηκα, ενθουσιάστηκα, υπερέβαλλα κι έχασα την αυτοσυγκέντρωσή μου. Στην κορυφή μιας κάθετης κατηφόρας, ενός πραγματικού γκρεμού δηλαδή, πήγα να προσπεράσω έναν συναθλητή που το σκεφτόταν να βουτήξει, έχασα τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας, έκανα ένα ωραίο δίμετρο πλονζόν πέφτοντας με τα χέρια και το σώμα στο μαλακό λασπωμένο τερέν, και μετά ανακάλυψα ότι κάτι λείπει από το όλο σενάριο. Μέχρι που κλάσματα του δευτερολέπτου μετά, ένιωσα το «ΚΤΜάκι» να προσγειώνεται με φόρα στην πλάτη μου, να με πατά και να με συμπιέζει λες και βρισκόμουν κάτω από τις ρόδες μικρού φορτηγού με οπωροκηπευτικά στην Ε.Ο. Αθηνών - Λαμίας.

Σάββατο 16 Ιουλίου, «ο Πρόλογος»
Εξαντλώντας για άλλη μια χρονιά την επινοητικότητά τους, οι σχεδιαστές του Προλόγου είχαν στήσει στην κεντρική λεωφόρο του Sibiu, μια σειρά από θεαματικότατα τεχνητά εμπόδια, τα οποία τελικά δεν ήταν όσο δύσκολα φαινόταν. Ξεκινούσαμε με αλματάκι σε κάθετο κορμό, ανεβαίναμε στη μεγάλη ξύλινη ράμπα σε σχήμα “V”, πηδούσαμε την σειρά με τις τέσσερις σειρές ελαστικών μικρού φορτηγού, φτάναμε σε μια πρωτότυπη αρένα ελαστικών που κρέμονταν και προσπαθούσαν να μπουν στο τιμόνι, σκαρφαλώναμε στην κορυφή ενός μικρού ξύλινου λόφου, περνούσαμε τον βραχόκηπο και μετά από μερικά ακόμη εμπόδια τερματίζαμε. Το πιο δύσκολο και επικίνδυνο εμπόδιο ήταν ο βραχόκηπος. Είχε ένα και μοναδικό καλό πάτημα, κι αν δεν συναντούσες κίνηση εκεί, μπορούσες μεν να περάσεις σχετικά γρήγορα, αλλά με την μοτοσυκλέτα να γλύφει τα πλαϊνά του κινητήρα και την ευαίσθητη εξάτμισή της με τα λευκά αγριεμένα βράχια. Κάναμε τέσσερα με πέντε προσεκτικά περάσματα και επιστρέψαμε τις μοτοσυκλέτες στα paddock. Όμως η πρόγνωση για τον καιρό της ερχόμενης μέρας, της μέρας δηλαδή του προλόγου, όπως και πέρυσι έδινε βροχές, και μόνο η σκέψη της βρεγμένης πέτρας και των γλιστερών κορμών δεν είναι τόσο καθησυχαστική. Με τα πάντα, ακόμη, στεγνά, είχαμε την ευκαιρία για δύο μόνο καλά περάσματα από τα εμπόδια του προλόγου, τα οποία θα χρονομετρούνταν και θα μας χάριζαν την πρόκριση στα ημιτελικά. Από τους 63 αναβάτες της κατηγορίας Hobby Single, προκρίνονταν οι πρώτοι 16. Από πέρυσι θυμόμουν πως ήταν προτιμότερο να πιεστείς για τον καλύτερό σου χρόνο στο πρώτο κιόλας πέρασμα, ώστε αν κάτι δεν πήγαινε καλά να είχες και την ευκαιρία να προσπαθήσεις για κάτι καλύτερο στο δεύτερο κι αυτό άλλωστε είναι που σκεφτήκαμε να κάνουμε με τον Ανδρέα. Πήραμε την θέση μας στην γραμμή της εκκίνησης με βάση τον αριθμό συμμετοχής κι αμέσως η καρδιά άρχισε να χτυπά σε “αγωνιστικούς ρυθμούς”. Με διαφορά λίγων δεκάτων του δευτερολέπτου μεταξύ μας, στο πρώτο μου πέρασμα πέτυχα τον δεύτερο καλύτερο χρόνο της κατηγορίας κι ο Ανδρέας τον τρίτο, οπότε η συμμετοχή μας στα ημιτελικά ήταν εξασφαλισμένη. Στο διάλειμμα μέχρι τα ημιτελικά άρχισε μια μανιασμένη καλοκαιρινή μπόρα σε όλη της την έκταση, με παχουλές σταγόνες νερού να χτυπούν θεατές, αναβάτες, μοτοσυκλέτες, αλλά κυριότερα να κάνουν τους φλοιούς από τους κορμούς του προλόγου και το λευκό βράχο να χάνει κάθε υποψία πρόσφυσης. Ακόμη κι η άσφαλτος μεταξύ των εμποδίων άρχισε να γλιστρά επικίνδυνα. Χωρίς να καταλάβω πως, βρισκόμουν πριν τη μπάρα εκκίνησης τύπου motocross, δίπλα σε άλλους εφτά αναβάτες της κατηγορίας, να ελπίζω μόνο σε ένα πέρασμα χωρίς πτώσεις ή τραυματισμό. Ο ήχος της μεταλλικής μπάρας που έπεσε με φόρα στην άσφαλτο με βρήκε ήδη μερικά εκατοστά μπροστά. Όμως στο πρώτο κιόλας μικρό αλματάκι πάνω από έναν κάθετο κορμό, το άγχος, η πίεση, η βροχή, ένας λάθος χειρισμός, δεν ξέρω κι εγώ τι, με έκαναν να χάσω τον έλεγχο του 300 EXC. Στιγμιαία ένιωσα το χέρι μου να ανοίγει το γκάζι και μετά, να απομακρύνεται από αυτό, με εμένα να μην μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο από το να βλέπω το άμοιρο 300 EXC να φεύγει με φόρα μπροστά μου, να στέκεται όρθιο για εφτά με δέκα μέτρα και μετά, σαν ένας Θεός να έβαλε το χέρι του, να πλαγιάζει χαλαρά επάνω στα πλαϊνά μεταλλικά κιγκλιδώματα. Στον ελάχιστο χρόνο που πέρασε μέχρι να δω το KTM να σταματά, χωρίς καν να πέσει κάτω, χωρίς να χτυπήσει κανέναν και χωρίς να τρακάρει με κανένα εμπόδιο, είχα όλη την ευκαιρία να δω την ταινία του μέχρι τότε αγώνα να περνά από μπροστά μου. Από το τρέξιμο μηνών, το άγχος και τις ώρες για την προετοιμασία της μοτοσυκλέτας, μέχρι κάθε ένα από τα 1.490 χιλιόμετρα από την Αθήνα μέχρι το Sibiu, όλα πέρασαν από μπροστά μου σε slow motion, με την ταινία να τελειώνει ευτυχώς με happy end όταν ξαναπήρα στα χέρια μου το KTM και βεβαιώθηκα ότι πέρα από μερικές γρατζουνιές, δεν είχε καμία ζημιά. Ο Αντρίκος μας, κατάφερε να κερδίσει το ημιτελικό αυτό σκέλος στην βροχή και να προκριθεί στον μεγάλο τελικό της κατηγορίας. Ολοκληρώνοντας τις αγωνιστικές υποχρεώσεις της μέρας με τον μικρό τελικό, τον οποίο και κέρδισα, στάθηκα μούσκεμα στα κιγκλιδώματα για να δω τον τελικό του Παραγιού. Ο Ανδρέας δεν ξεκίνησε καλά. Τον είδα στην σειρά με τα τέσσερα λάστιχα να φτάνει τέταρτος και να χώνεται γρήγορα στα ιπτάμενα λάστιχα, την στιγμή που οι τρεις πρώτοι πλησίαζαν τον βραχόκηπο. Κι εκεί που ήταν σχεδόν βέβαιο πως θα τερμάτιζε μέσα στο βάθρο, είδε τον πρώτο να ψιλοκολλά στο ένα και μοναδικό πάτημα, κλείνοντας το πέρασμα και για τους άλλους δύο, και με την φόρα που ερχόταν επινόησε το δικό του απίστευτο πέρασμα, σε ένα σημείο που ούτε οι Pro δεν τολμούσαν να δοκιμάσουν, με ένα άλμα εξαφάνισε τις κοτρώνες κάτω από τους τροχούς του KTM του και πέρασε με διαφορά πρώτος. Ακριβώς απέναντι ο Θανάσης με τον Βασίλη, η ομάδα φίλων και υποστηρικτών του από την Καβάλα, ούρλιαζαν με φωνές που ξεπερνούσαν ακόμη και τις κραυγές του εκφωνητή που φώναζε κι αυτός σε άπταιστα ρουμανο-αγγλικά: “Paragios, Paragios”.

Κυριακή 17 Ιουλίου, Off-road Day 1
Μετά το σχεδόν φιάσκο της πρώτης μέρας του 2010, που μόνο 2 από τους σχεδόν 180 αναβάτες τερμάτισαν τον αγώνα εντός ορίου χρόνου, οι διοργανωτές είπαν να ξεκινήσουν τον φετινό αγώνα με μια πιο απλή σε δυσκολία διαδρομή. Γύρω στα δώδεκα χιλιόμετρα έξω από το Sibiu, στηθήκαμε κάτω από την αψίδα της Red Bull για την αρχή του αληθινού αγώνα. Λόγω ενός λάθους της διοργάνωσης, που έδωσε το GPS του Ανδρέα σε άλλο αναβάτη, ο Έλληνας αθλητής καθυστέρησε να πάρει εκκίνηση και αγχώθηκε κιόλας. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει κατά διαστήματα και η ορατότητα στο καταπράσινο λιβάδι γύρω μας περιοριζόταν στα λίγες δεκάδες μέτρα από την πυκνή ομίχλη. Το πέρασμα από τα ίδια μονοπάτια ήταν σχεδόν συγκινητικό, αλλά αρκετά πιο εύκολο αυτή την φορά, κι αυτό όχι τόσο χάρη στην περισσότερο αέρινη αίσθηση του δίχρονου 300 EXC, όσο στο γεγονός πως το χώμα δεν είχε ακόμη προλάβει να ρουφήξει την βροχή κι έτσι η λάσπη ήταν μόνο επιφανειακή. Ξεφυσώντας προσεκτικά με τα χείλη προς τα κάτω για να μην θολώνει η μάσκα, μπήκα γρήγορα ξανά στο κλίμα του αγώνα. Συχνές ματιές στο GPS, γρήγορη αλλά προσεκτική οδήγηση χωρίς ρίσκο και όσο το δυνατό λιγότερα χασίματα, είναι μερικοί από τους βασικότερους στόχους. Η μέρα εξελισσόταν φυσιολογικά, οδηγήσαμε για αρκετά χιλιόμετρα σε δασικό μονοπάτι σε χαμηλούς λόφους, λασπωθήκαμε για τα καλά και περιμέναμε την περιβόητη μεγάλη κατηφόρα για την οποία μας είχαν προειδοποιήσει από την ενημέρωση την προηγούμενη το βράδυ. Οι τοπικοί την ονομάζουν “Johnny what the fuck” κι επρόκειτο να είναι ένα καλό ξεκίνημα στον φετινό τετραήμερο οργασμό της κατηφόρας. Όλη η τρέλα και ο μαζοχισμός των διοργανωτών του Red Bull Romaniacs φαίνεται σε κομμάτια σαν και αυτό. Μιλάμε για μια κατηφόρα όπου κανείς νορμάλ αναβάτης του enduro δεν θα σκεφτόταν να κατέβει. Από την κορυφή ενός λόφου γύρω στα τετρακόσια μέτρα, απλά στρίψαμε δεξιά στο στενό μονοπάτι για να αντικρίσουμε μια ευθεία κάθετη γραμμή που κάπου στο βάθος φαινόταν να σε φέρνει στην βάση του. Πέρα από την μεγάλη κατηφορική κλίση, το πρόβλημα με τις κατηφόρες είναι η πρόσφυση, καθώς από την στιγμή που αυτή θα χαθεί, τότε το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πετάξεις το μηχανάκι στο έδαφος και να εύχεσαι να βρεθεί κάποιο δέντρο να σε σταματήσει. Το να φέρεις το σώμα σχεδόν πάνω από το πίσω φανάρι και να παίζεις συνεχώς με τα όρια του εμπρός και του πίσω φρένου είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις, αλλά δεν αρκεί. Αφού κατέβηκα το πρώτο τμήμα της κατηφόρας κάπως έτσι, σταμάτησα όπως και όλοι οι συναθλητές μου σχεδόν εκατόν πενήντα μέτρα πριν τη βάση της για να πάρω το μηχανάκι στα χέρια. Είχα αρχίσει να τραβερσάρω με τα πόδια στην σχεδόν κάθετη πλαγιά, έχοντας επιλέξει έναν κορμό δέντρου για να με σταματήσει στην περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν άκουσα σχεδόν από την κορυφή της κατηφόρας μια μοτοσυκλέτα κι έναν αναβάτη να γλιστρούν, κουτρουβαλώντας με φόρα που αυξανόταν επικίνδυνα προς τον πάτο. Ήταν ο Ανδρέας επάνω στο λευκό ΚΤΜ του. Με την ανεξέλεγκτη φόρα που είχε πάρει, η κρούση στον στενό πάτο της κατηφόρας έδειχνε τρομακτική. Ευτυχώς ο Ανδρέας είχε την φαεινή ιδέα να ανοίξει ελάχιστα το γκάζι λίγο πριν τον πάτο ώστε να ελαφρώσει το βάρος από το μπροστινό, αλλά η πτώση ήταν αναπόφευκτη. Με το στήθος του χτύπησε κι έσπασε το GPS του, όπως και την κάμερα GoPro που κουβαλούσε στο στήθος, αλλά ευτυχώς δεν τραυματίστηκε. Στο επόμενο δύσκολο κομμάτι της μέρας, ένα ποτάμι γεμάτο πέτρα όπου έπρεπε να σκαρφαλώσουμε ανάποδα με την ροή του. Τα μηχανάκια άρχισαν να βράζουν, και οι μυς να καίγονται από το σπρώξιμο και το κοπάνημα στα βράχια. Φτάσαμε στο service area, με τον Ανδρέα σχεδόν απογοητευμένο να αντικαθιστά πρόχειρα το σπασμένο GPS με το εφεδρικό του. Μετά το απαραίτητο εικοσάλεπτο διάλειμμα, φύγαμε για το υπόλοιπο του αγώνα. Τα πράγματα ήταν πιο απλά από εκεί και πέρα και το μεγαλύτερο βάρος λάμβανε η σωστή πλοήγηση και η επιλογή των κατάλληλων πατημάτων στο λασπωμένο τερέν. Μέχρι που σε ένα σχεδόν αστείο πέρασμα από ένα λασπωμένο λούκι μήκους λίγων μέτρων, είδα ξανά τον Ανδρέα χωμένο στην λάσπη μέχρι τα μαρσπιέ να παλεύει μάταια να βγάλει το ΚΤΜ του στην επιφάνεια. Χωθήκαμε μαζί στην λάσπη μέχρι τη μέση και το βγάλαμε. “Αντρίκο, σε παρακαλώ,” του είπα “ο αγώνας δεν είναι enduro, πρέπει να χαλαρώσεις, έχουμε ακόμη τρεις μέρες”, και μάλλον κατάλαβε τι του είπα, γιατί μέχρι και τον τερματισμό δεν τον είδα πουθενά αλλού να κολλάει Αντιθέτως μάλιστα. Έτσι προχωρούσαν τα χιλιόμετρα της πρώτης μέρας. Άρχισα να περνώ κόσμο και να εμπιστεύομαι όλο και περισσότερο την πλοήγησή μου με το GPS. Μέχρι που, μόλις εκατό μέτρα πριν το τέλος, κόντεψα να χάσω τα πάντα. Μας είχαν πει ότι η μέρα θα ολοκληρωνόταν με ανάβαση σε λόφο όπου γίνονται τακτικά αγώνες Hill Climb, κι όταν μπήκαμε σε κορδελάτη διαδρομή, κατάλαβα πως το τέλος ήταν κοντά. Αλλά πριν από τη μεγάλη ανηφόρα, είχε μερικές αντίστοιχα μεγάλες κατηφόρες. Κι εκεί την πάτησα. Είχα πάρει φόρα για τερματισμό, και όταν στην κορυφή μιας κατηφόρας είδα τον αναβάτη μπροστά μου να σταματά, παρασύρθηκα και αφήνοντας τα φρένα είπα να κατέβω. Όμως το σώμα μου δεν είχε προλάβει να τοποθετηθεί αρκετά πίσω, και πριν το τελείωμα της πρώτης κατηφόρας είχα αρχίσει να χάνω τον έλεγχο. Άφησα την μοτοσυκλέτα, άπλωσα τα χέρια και αφού πέταξα για μερικά μέτρα, βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο χώμα με το μηχανάκι να με πλακώνει. Μου κόπηκε η ανάσα για λίγο, αλλά καθότι κάτι ανάλογο έχω ζήσει πρόσφατα, περισσότερο με άγχωνε ο βαθύς πόνος από το στούμπηγμα στο στήθος και τα πλευρά, ιδιαίτερα ξέροντας ότι ακόμη είχαμε τρεις μέρες οδήγησης μπροστά μας. Ανασκουμπώθηκα κι έφτασα στην βάση του Hill Climb χωρίς καμία όρεξη για υπερβολές. Πήρα λίγη φόρα, έφτασα μέχρι το ελάχιστο απαραίτητο σημείο και ακολουθώντας το chicken line έφτασα στην αψίδα του τερματισμού, με τον Ανδρέα να τερματίζει σχεδόν μαζί μου.
Δευτέρα 18 Ιουλίου Off-road Day 2
Ξεκινάμε με ένα μονοπάτι ποίημα και ύμνο στην εντουράδικη οδήγηση. Με πλάτος γύρω στο ένα μέτρο, μαλακό βρεγμένο χώμα, ίχνος πέτρας και φιδίσια σχεδίαση, θα μπορούσε να στοιχειώσει τα εντουράδικα όνειρα όποιου αναβάτη ΔΕΝ έτρεχε με το άγχος του Red Bull Romaniacs. Ο Ανδρέας έχει φύγει λίγο πιο μπροστά μου και φαντάζομαι ότι δεν παίζει να τον ξαναδώ για όλη τη μέρα. Έπιασε το νόημα του αγώνα και τώρα ποιος τον πιάνει. Ένα κακό με τις κατηφόρες γκρεμούς της δεύτερης μέρας ήταν πως έρχονταν σχεδόν απροειδοποίητα. Εκεί δηλαδή που ρολάριζες χαλαρά στο κατηφορικό μονοπάτι, έβλεπες την κλίση του ξαφνικά να κάνει βουτιά προς τα κάτω, με εσένα να παίζεις σε χαμένα παιχνίδια με την πρόσφυση. Με μερικά αντιφλεγμονώδη χάπια να κυκλοφορούν στο στομάχι μου, πρέπει να αποφύγω με νύχια και με δόντια μια ακόμη πτώση, αλλά δυστυχώς μερικές φορές εκείνο που ξορκίζεις το λούζεσαι. Έτσι σε ένα ακόμη κατηφορικό κομμάτι, δεν υπολογίζω σωστά το πέρασμα πάνω από έναν στραβό βρεγμένο κορμό, χάνω το μπροστινό και βουτώ πάλι με φόρα στο χώμα μετά από κάνα δύο τούμπες στον αέρα. Σηκώνομαι, κάνω ένα μίνι απολογισμό ζημιών, δεν βρίσκω αρχικά τίποτα σπουδαίο και συνεχίζω. Όμως η ζαλάδα από την τούμπα και ένα περίεργο τσίμπημα στον δεξί ώμο που γίνεται ολοένα και πιο έντονο στα επόμενα χιλιόμετρα, δίνουν κάθε λόγο για ανησυχία. Με ψυχολογία χάλια και τον πόνο να μεγαλώνει, χάνομαι σε απλές στροφές, πέφτω κάθε εκατό μέτρα για πλάκα, μένω από δύναμη και βγαίνω εκτός πατήματος σε ένα από τα χιλιάδες μονοπάτια του Red Bull Romaniacs όπου μερικά εκατοστά πιο κάτω ίσως και να σημάνουν ένα ωραιότατο χάσιμο στο πουθενά με καμία πιθανότητα να ξανασκαρφαλώσεις στο σωστό μονοπάτι παρά μόνο με ελικόπτερο ή γερανό. Αφήνω το KTM σε ένα κορμό και με τα πόδια ψάχνω για λύσεις διαφυγής, μέχρι που κάτω από τα εκατομμύρια πεσμένα φύλλα στην κάθετη πλαγιά, βρίσκω ένα αχαμνό πάτημα, προφανώς κάποιο παλιό κατσικόδρομο, που δείχνει να με βγάζει ξανά μερικά μέτρα πιο πάνω και στο σωστό πάτημα. Όμως το τέλος του είναι γεμάτο με κορμούς, κλαδιά και πέτρες. Χωρίς να βιάζομαι, καθαρίζω ένα ένα τα κλαδιά και τις πέτρες, αφήνοντάς τα να κυλήσουν στον γκρεμό από κάτω. Περνά ώρα ώσπου να ανέβω ξανά στην μοτοσυκλέτα, κι όταν αυτό συμβαίνει θέλω να είμαι τόσο προσεκτικός σα να πατώ σε πάγο. Το μονοπάτι που άνοιξα με τα χέρια με βγάζει ξανά στο σωστό δρόμο και πια πολύ χαλαρά οδεύω για το επόμενο checkpoint. Καθιστός στην σέλα για το μεγαλύτερο διάστημα, παίρνοντας μπόλικο χρόνο πριν από κάθε εμπόδιο, κάθε δύσκολη ανηφόρα, θέλω μόνο να τερματίσω αυτό το βασανιστήριο κι ας είμαι και τελευταίος. Σε κάποια φάση, κολλημένος πίσω από καμιά δεκαριά αναβάτες περιμένοντας την σειρά μου να κατέβω ένα πολύ στενό πέτρινο πέρασμα, βλέπω τον Chris Birch να χώνει τον μπροστινό τροχό του δίπλα μου. Αλλά ο Birch δεν είναι από τους αναβάτες που θα περιμένει, και ανοίγοντας το δικό του πάτημα στον γκρεμό, μας περνά όλους και χάνεται μπροστά. Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις αναβάτες αυτού του επιπέδου με πόση λεπτομέρεια περνούν τα δύσκολα κομμάτια, λες και μέσα σε κάθε τακούνι από τα ελαστικά τους έχουν κι έναν αισθητήρα συνδεδεμένο με το μυαλό και τα χέρια τους και με ακρίβεια χειρούργου ξέρουν που ακριβώς θέλουν να πατήσει. Για τον Παραγιό έχω αρχίσει να υποψιάζομαι ότι θα τα έχει πάει εξαιρετικά, καθώς δεν τον προλαβαίνω πουθενά, και η επιβεβαίωση έρχεται από τους δικούς του στον τερματισμό. Ο Αντρίκος είναι δεύτερος σήμερα και ανεβαίνει αρκετά και στην γενική κατάταξη της Hobby Single!

Τρίτη 19 Ιουλίου Off-road Day 3
Ο ήλιος είχε από χτες αρχίσει να καίει πάνω από την περιοχή, και γενικά δεν υπήρχαν τα αδύνατα περάσματα του περσινού αγώνα, τουλάχιστον στην διαδρομή της Hobby, όπου χρειαζόσουν ιμάντες, σχοινιά και μπόλικο τράβηγμα. Τα χιλιόμετρα ήταν πολλά, η πλοήγηση δύσκολη κατά διαστήματα, η σκόνη μετατρεπόταν σε λίγα μόλις μέτρα σε παχιά λάσπη, αλλά μέσα στη μέρα δεν συναντούσες πάνω από δύο πολύ δύσκολα περάσματα, τα οποία εάν είχες την τεχνική και κυρίως τις αντοχές, μπορούσες να περάσεις χωρίς καν να δεχθείς βοήθεια από συναθλητή. Αρκετά πιο εξοικειωμένος με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του αγώνα, ο Παραγιός μπόρεσε επιτέλους να αναδείξει το ταλέντο και την δύναμή του, και από νωρίς μέσα στη μέρα άρχισε να κάνει την διαφορά. Κι εγώ, έχοντας μπει σε safe mode δεν σκεφτόμουν τίποτε περισσότερο από τον τερματισμό. Ο πόνος είχε χαλάσει τα πάντα. Ακόμη και τις λίγες φορές που είπα να πιέσω λίγο περισσότερο, ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν και μια ακόμη μεγάλη τούμπα να παραμονεύει, οπότε έκατσα στα αυγά μου και προχώρησα μέτρο μέτρο.Ύπουλα οι διοργανωτές δεν είχαν βάλει καμία κορδέλα σε αυτά τα σημεία, αφήνοντάς σε έρμαιο του GPS και του ενστίκτου σου. Τα σπίτια στο βουνό, φτωχικά μεν, αλλά πεντακάθαρα, τα παιδάκια στα χωριουδάκια ενθουσιάζονταν, κάποια μάλιστα είχαν στήσει στο πουθενά ένα μίνι pit stop με μπουκαλάκια νερό που είχαν μόνα τους γεμίσει στο ποτάμι. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, ξανά με κατηφόρες γκρεμούς μέσα στο δάσος, αλλά τίποτα δεν είχε τελειώσει μέχρι να δούμε την αψίδα. Σχεδόν δύο χιλιόμετρα πριν το Arsenal Park του Orastie, όπου θα τερματίζαμε και θα διανυκτερεύαμε, το GPS έδειχνε διάσχιση ενός φουσκωμένου ποταμού και οι Ρουμάνοι λουόμενοι απέναντι φώναζαν πως το καλύτερο πάτημα ήταν αμέσως μετά από έναν μικρό καταρράκτη. Μπήκα στο ποτάμι καλά, αλλά ακριβώς στο σημείο εξόδου, ένα ανηφορικό κομμάτι ύψους δύο μέτρων, από το σκάψιμο των προηγούμενων αναβατών είχε δημιουργηθεί μια μικρή τάφρος, που παραλίγο να με ρουφήξει κι εμένα. Έσωσα το KTM από πνιγμό κρατώντας το τελευταία στιγμή με το γόνατο και παρακάλεσα τους λουόμενους να βάλουν ένα χεράκι. Η όψη της αψίδας της Red Bull σχεδόν έφερε δάκρυα στα μάτια. Ο Αντρίκος είχε κάνει την καλύτερή του μέρα στον αγώνα, φτάνοντας στον τερματισμό σχεδόν έντεκα λεπτά νωρίτερα από κάθε άλλον της κατηγορίας. Να φανταστείτε, όταν έφτασε δεν είχαν ακόμη στήσει την αψίδα της Red Bull!

Τετάρτη 20 Ιουλίου Off-road Day 4
Ο πόνος είναι ένα πράγμα, αλλά η ψυχολογία του αγώνα είναι κάτι άλλο και για να ξυπνήσω λιγάκι χρειάστηκε μια καλή απογευματινή συζήτηση με το Νικόλα και το Θανάση. “Αφού είσαι εδώ και μπορείς να τερματίσεις, ξύπνα”, είπε ο Νικόλας και δεν είχα λόγο να μην τον ακούσω. Η τελευταία μας μέρα ήταν για εμένα η μοναδική όπου ευχαριστήθηκα οδήγηση. Ως δια μαγείας, την ώρα του αγώνα, ο πόνος σχεδόν πέρασε κι έτσι μπόρεσα να οδηγήσω όπως θα ήθελα. Έπρεπε να επιστρέψουμε από το Orastie όπου και διανυκτερεύσαμε πίσω στο Sibiu και η κατηγορία μας (Hobby) εκκινούσε πρώτη νωρίς το πρωί. Ως πρώτος στην γενική κατάταξη μέχρι στιγμής, ο Ανδρέας έφυγε και πρώτος λίγο μετά τις 6.00 τα ξημερώματα. Για άλλη μια μέρα, δεν υπήρχαν οι τεράστιες δυσκολίες στην διαδρομή του αγώνα όπως πέρυσι, όμως σε τέσσερα με πέντε σημεία χρειαζόταν απόλυτη προσοχή. Το πρώτο από αυτά ήταν ένα κατηφορικό πάλι με φύλλα, όπου το πάτημα ήταν τόσο παρθένο που σχεδόν δεν φαινόταν. Οι πιο πολλοί έψαχναν προσεκτικά για να το βρουν, μα εγώ γλιστρώντας για λίγα εκατοστά εκτός του πατήματος, έπρεπε να επινοήσω ξανά την δική μου διαδρομή. Είναι από τις φορές που κάθε ώρα που έχεις αφιερώσει στο βουνό και κάθε λιθαράκι εμπειρίας μετρά για να μπορέσεις να βρεις ξανά το δρόμο σου. Όχι και πάλι ότι ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι θα έβρισκα ξανά τον δρόμο, καθότι πλέον η κατηφόρα με είχε φέρει σε σημείο όπου η επιστροφή ήταν αδύνατη. Τελικά το σωστό μονοπάτι γυρνούσε στην βάση της πλαγιάς, και η χαρά μου βλέποντάς το ήταν μεγάλη. Την ίδια τύχη δεν είχε και ο Xavi Gallindo, που στην διαδρομή των Pro, σε μια πλαγιά που κατά τον Birch ήταν “τρομακτικά γλιστερή”, έχασε για λίγα εκατοστά το σωστό πάτημα και άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά, μέχρι που έφτασε σε ένα ποτάμι αδιέξοδο. Έβγαλε το ρούχα του, κολύμπησε μέχρι την απέναντι όχθη, βγήκε σχεδόν γυμνός στον χώρο του service area και χρησιμοποιώντας μια ψαράδικη βάρκα, έφερε το Husaberg ξανά στον σωστό δρόμο. Η περιπέτεια σε όλο της το μεγαλείο, ή όπως λέει χαρακτηριστικά ο νικητής της φετινής εκδοχής, Graham Jarvis: “Στο Red Bull Romaniacs πρέπει να εκμεταλλεύεσαι στο έπακρο ακόμη και την τελευταία πτυχή όσων έχεις μάθει οδηγώντας μια μοτοσυκλέτα enduro.”
Ο θρίαμβος
Φεύγοντας πρώτος, ο Ανδρέας είχε το πολύ δύσκολο καθήκον να ανοίξει την διαδρομή. Και στα μονοπάτια, έχει καλώς, αλλά στα λιβάδια με την παρθένα βλάστηση μέχρι τα γόνατα, το να βρεις τον δρόμο είναι κάτι το δύσκολο. Ο Ανδρέας βρήκε μάλιστα και μια κλειστή ξύλινη πόρτα που έβγαζε στον σωστό δρόμο και έπρεπε να περιμένει τον βοσκό να την ανοίξει. Η μεγαλύτερη μάχη που είχε να δώσει, ήταν με τον Ελβετό Ernst Hostettler, που αρκετά μετά τα πενήντα του, έδειχνε ταχύτητα και αντοχή εικοσάρη. “Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω πουθενά, παρά μόνο στα πέτρινα ποτάμια μπορούσα να του κάνω μια μικρή διαφορά”, παραδέχτηκε ο Παραγιός. Τερματίζοντας δεύτερος πίσω από τον Ελβετό, στηρίχτηκε στην διαφορά ασφαλείας που είχε δημιουργήσει με την εξαιρετική του επίδοση την τρίτη μέρα, κι έτσι έγινε ο πρώτος Έλληνας που κερδίζει στο Red Bull Romaniacs. Η μεταμόρφωσή του από την “επικίνδυνη” επίδοση της πρώτης μέρας στον θρίαμβο των επόμενων τριών ημερών, είναι σίγουρα κάτι το εντυπωσιακό για όσους δεν γνωρίζουν καλά τον Ανδρέα, ώστε να μην ξέρουν το ταλέντο, την δύναμη και κυρίως την αποτελεσματικότητά του στα δύσκολα. Ένας γνήσιος αναβάτης Enduro, που χρειάστηκε μια μέρα προσαρμογής, αλλά μετά έδειξε επάνω στο ταλαιπωρημένο KTM 300 EXC του 2007 πως έχει τα φόντα για πολλά περισσότερα.