Red Bull Donkey Cross 2011

Εικόνα burnout
Burn Out Team 12 Φεβ 2012

Η red bull μας έχει συνηθίσει σε διοργανώσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρων όλων τόσο των φίλων του μηχανοκίνητου όσο και των παντελώς ασχέτων.  Αυτή τη φορά προκάλεσαν τους MXάδες της χώρας μας να καβαλήσουν ολοζώντανα γαϊδούρια για τη μίση διαδρομή και μετά να πάρουν τις μοτοσικλέτες τους.

Κειμενο του Ανδρέα Γκλαβά

Ο Ανδρέας Γκλαβάς από το αδελφό περιοδικό Moto δε θα μπορούσε να λείψει από κάτι ανάλογο, πάμε να δούμε μαζί του πως έζησε άλλη μια μοναδική εμπειρία.  

Ο Ανδρέας μας είπε:
Σπρώχνω μερικούς, τρέχω με τις μπότες στην άσφαλτο, σκαρφαλώνω στο Στράτο μου και φεύγω. Μα, το άμοιρο το τετράποδο, αντί να ακολουθήσει τα άλλα γαϊδούρια, βλέπει το αφεντικό του ανάμεσα στο κόσμο κάπου στο βάθος και ξεκινά να καλπάζει αγέρωχος, ανάποδα από την διαδρομή του αγώνα. Όλοι οι άλλοι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, κι εμείς κινδυνεύουμε να μείνουμε τελευταίοι. Λίγο οι ιαχές του κόσμου, η φασαρία, ένας άγνωστος στην πλάτη του, μπερδεύτηκε ο δύσμοιρος ο Στράτος μου και για λίγα λεπτά ήταν χαμένος. Ήμασταν σχεδόν τελευταίοι, και ο αγώνας είχε πολύ μέλλον ακόμη. Από αυτή την θυελλώδη σχέση μου με τον Στράτο, μπόρεσα να μάθω πολλά για την ψυχολογία των γαϊδάρων. Όντας ένα από τα ελάχιστα αγοράκια της τετράποδης κομπανίας που είχε φτάσει στην Μακρινίτσα του Πηλίου με εισιτήριο πρώτης θέσης από τη Μυτιλήνη, έστεκε καμαρωτός κι αγέρωχος στο Parc Ferme των γαϊδάρων και κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι με έκανε να τον επιλέξω σαν σύντροφο στον δύσκολο αυτό αγώνα. Με δυνατά πόδια και μια κάποια νευρικότητα όταν έβλεπε κάποιο καρότο στα δύο μέτρα γύρω του, με έκανε από την αρχή να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Όταν και όσο έβλεπε κάποια θηλυκή ύπαρξη μακριά μπροστά του, έτρεχε σαν τρελός να την φτάσει, κι εκεί που είχα αρχίσει κι εγώ πάνω του να χαίρομαι θεωρώντας πως αποφάσισε ξαφνικά να τσιτάρει τα γκάζια μήπως και φτάσουμε στον τερματισμό λίγο νωρίτερα, εκείνος, μόλις έφτανε στα ελάχιστα εκατοστά από τον πισινό της συμπαθούς δεσποινίδας που ήταν μπροστά, τραβούσε άτσαλα χειρόφρενο, φρέναρε λες και είχε το πιο τέλειο σύστημα συνδυασμένων, με ABS, της Honda και έμενε εκεί για πάντα. Τι “πάμε Στράτο μου”, τι απαλά χαϊδέματα στον λαιμό, τι υποσχέσεις για άπειρα μηλαράκια στον τερματισμό… Τίποτα, αν δεν έβλεπε κάποια κυρία λίγο πιο μπροστά, δεν χαμπάριαζε τίποτα, και είχε εμένα από πάνω του να κλαίω τη μοίρα μου και να αγχώνομαι πως όταν θα φτάσω να καβαλήσω το KTM μου, όλοι οι άλλοι θα έχουν ήδη φτάσει στον τερματισμό. Περπατούσε χαλαρά κι όταν μπροστά του έβλεπε κάποιο εμπόδιο, το μέτραγε για λίγο με τα μάτια, και μετά με μια έκρηξη δύναμης, σκαρφάλωνε τα πέτρινα καλντερίμια λες και όλα μπροστά του ήταν ίσιωμα. Έτσι κάπως πέρασε ο πρώτος γύρος από τους τρεις που έπρεπε να κάνουμε στην ειδική διαδρομή των περίπου χιλίων δύσβατων μέτρων για τα γαϊδούρια. Σε μια φάση, κι εκεί που περπατούσε χαλαρά ο Στράτος μου, κάτι γίνεται, φρενάρει απότομα και κοκαλώνει. Μα, τι είχε συμβεί; Μου πήρε λίγο χρόνο για να καταλάβω πως το μικροσκοπικό φρεάτιο των δέκα περίπου εκατοστών φάρδους που ήταν μπροστά μας, που διέσχιζε όμως όλο το μήκος του δρόμου, έθετε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τα μάτια του Στράτου. Ξεκαβάλησα τον Στράτο μου, και πιάνοντάς τον χαλαρά από το σχοινάκι του, πάλεψα να τον πείσω ότι, δεν συμβαίνει τίποτα, και πως θα σταθώ δίπλα του στο δύσκολο αυτό πέρασμα, δεν θα τον αφήσω να μου πάθει κακό. Με τα πολλά ο Στράτος το παίρνει απόφαση, μαζεύει όλο του τον τσαμπουκά και με ένα ψευτο-άλμα, περνά το αστεία μικρό φρεάτιο του δρόμου. Καβαλάω ξανά και δίνω το σύνθημα για γκάζια. Δεν κατάλαβα ποτέ τι τον έπιασε το Στράτο. Μάλλον περίμενε για να κάνει την έκπληξη προς το τέλος, κι έτσι να εντυπωσιάσει τις δεκάδες θηλυκές υπάρξεις. Αλλά από εκείνη τη στιγμή, σα να ξύπνησε, σα να μεταμορφώθηκε, και άρχισε να περνά ανελέητα κόσμο. Περνούσε γαϊδούρια στο δύσκολο κατηφορικό κομμάτι με εμένα να τρέχω δίπλα του, γκάζωνε χωρίς να κοιτά πίσω, ακόμα και τα χορταράκια στην άκρη του δρόμου αγνοούσε, έριχνε μια αστραπιαία δαγκωνιά και… όσα πιάσει. Πέρναγε κόσμο ακόμα και στο στενό ανηφορικό καλντερίμι, με τα πέντε μέτρα βάθους στο κενό που υπήρχε λίγα εκατοστά πιο δεξιά από τα πόδια του, κι εμένα σχεδόν να κλείνω τα μάτια και να προσεύχομαι αφού γκάζια και φρένα ήταν καθαρά θέμα ψυχολογίας κι όχι χειριστηρίων. Από σχεδόν τελευταίοι, καταφέραμε να ολοκληρώσουμε το πρώτο σκέλος του αγώνα στην πέμπτη θέση. Πλέον μπορούσα να παρκάρω το Στράτο στο Parc Ferme και να ανέβω στο σχεδόν καινούριο KTM 450 EXC.

Την διαδρομή των μοτοσυκλετών, που είχε μήκος σχεδόν τρία χιλιόμετρα και στην οποία έπρεπε να συμπληρώσουμε πέντε γύρους, κανείς δεν είχε δοκιμάσει με μοτοσυκλέτα νωρίτερα. Φθάνοντας αργά το απόγευμα της Παρασκευής στη Μακρινίτσα, την είχα πρώτα περπατήσει με τα πόδια ενώ ψιχάλιζε και τα πάντα ήταν βρεγμένα. Εάν είχε βρέξει και την Κυριακή του αγώνα, ίσως μόνο ο Λευτέρης Καρέτσος με το Trial Beta του θα είχε μείνει ζωντανός εκεί μέσα, αλλά κι αυτός με πολύ κόπο. Όλοι οι αναβάτες περπατήσαμε μαζί την διαδρομή το Σάββατο το μεσημέρι, ακούγοντας τις συμβουλές των ανθρώπων της διοργανώτριας λέσχης, Motor&Nature. Ξεκινούσε με λίγες εκατοντάδες μέτρα σε σχετικά βατό και φαρδύ καλντερίμι, περνούσε ακριβώς πάνω από την πλατεία της Μακρινίτσας με την εκπληκτική θέα και το εκκλησάκι, χωνόταν ανάμεσα στα τραπεζάκια των εστιατορίων, κι αμέσως μετά άρχιζαν τα δύσκολα. Εκτός του ότι η πέτρα των καλντεριμιών γλιστρούσε πολύ, έπρεπε συνεχώς να χαλάς την ροή σου, καθώς ήσουν υποχρεωμένος να στρίψεις είτε δεξιά είτε αριστερά σε πολύ κλειστά κομμάτια. Με πολύ κόπο και ιδρώτα, εάν κατάφερνες να ανέβεις στο υψηλότερο σημείο της, εκτός από μια απίστευτη θέα, σε περίμενε κι ένα κατηφορικό κομμάτι διαρκείας, μέσα από αυλές σπιτιών, ακόμα και στενά ξύλινα υπόστεγα. Με τους αγκώνες έξυνες στέγες και τείχη σπιτιών, ενώ σε ένα σημείο έπρεπε να φέρεις το σώμα σου τέρμα δεξιά για να καταφέρεις να αποφύγεις έναν… ηλιακό θερμοσίφωνα. Με το μεγάλο τετράχρονο να πατά γερά στην πέτρα και τις στιβαρές του αναρτήσεις δουλεύοντας υπερωρίες να διαβάζουν ό,τι προλάβουν από το άτσαλο πετρώδες έδαφος, ανέβηκα τα πρώτα μονοπάτια, και πέρασα επικίνδυνα σβέλτα δίπλα από τα τραπεζάκια των εστιατορίων της πλατείας της Μακρινίτσας. Λίγο παρακάτω, το πέτρινο μονοπάτι άρχισε να στενεύει και να παίρνει έντονα ανηφορική κλίση. Τα δύσκολα είχαν αρχίσει. Όσο κρατούσες την φόρα σου, η μοτοσυκλέτα σκαρφάλωνε πατώντας στο έδαφος, όμως λίγα μέτρα μετά, ξεκίνησαν οι επιτόπιες ανηφορικές στροφές, οι κάθετες δηλαδή αλλαγές πορείας. Σούζαρα το μπροστινό και το πέταγα για κλάσματα του δευτερολέπτου στην πλαγιά πάνω από την επόμενη στροφή. Προσοχή ήθελε στα ελάχιστα κομμάτια όπου έπρεπε να πλαγιάσω την μοτοσυκλέτα σε χώμα, καθώς με το λάστιχο Trial ήταν πολύ πιο εύκολο να γλιστρήσει το πίσω μέρος υπό κλίση. Ένα από τα πιο δύσκολα μέρη του αγώνα έστεκε μπροστά μου. Μιλάω για ένα έντονα ανηφορικό “S”, ανάμεσα από τις αυλές δύο σπιτιών, με μπόλικο κόσμο και κριτές να βοηθούν τα “θύματα”. Ο χώρος για να στρέψεις την μοτοσυκλέτα σου, ήταν ανύπαρκτος, οπότε έπρεπε είτε να ανακαλύψεις μια καλή ροή, είτε να ελπίζεις στην βοήθεια και το τράβηγμα των κριτών. Με τον ιδρώτα να στάζει μέσα από το κράνος και τους μυς να δουλεύουν υπερωρίες, έφερνες την μοτοσυκλέτα στο ψηλότερο σκαλί και μετά ευχόσουν να έβρισκε ο πίσω πρόσφυση για να ανέβει λίγο πιο πάνω στο καλντερίμι. Δεν ξέρω κατά πόσο οι διοργανωτές είχαν προβλέψει το επίπεδο της δυσκολίας, αλλά μιλάμε για έναν πραγματικά σκληρό αγώνα, που απαιτούσε υψηλότατη τεχνική κατάρτιση και καλά προπονημένα χέρια στην ανηφορική πέτρα και τις δυσκολίες.

Όλοι κολλήσαμε, δεκάδες φορές μάλιστα, όλοι σπρώξαμε, όλοι παρακαλέσαμε τους κριτές να δώσουν ένα χεράκι τραβώντας τα καλάμια του μπροστινού. Όμως οι μοτοσυκλέτες που είχαν πλεονέκτημα σε αυτές τις συνθήκες ήταν πρώτα οι Trial και σε δεύτερο στάδιο οι Enduro με λάστιχο Trial, όπως το δικό μου 450 EXC.
Παίρνοντας μια ανάσα στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής, άρχισα να κατηφορίζω. Υπήρχαν τουλάχιστον τρία σημεία, που ήταν αδύνατο να στρίψεις την μοτοσυκλέτα εάν δεν κατέβαινες. Η τεχνική είναι απλή, βουτάς τον μπροστινό σε κάποιο βαθούλωμα ή στενό σημείο, πατάς δυνατά το μπροστινό φρένο να μπλοκάρει ο τροχός και πιέζοντας τα καλάμια προσπαθείς να σηκώσεις τον πίσω τροχό στον αέρα. Όσο αυτός ανυψώνεται τον σπρώχνεις με την μέση και τους γοφούς προς την εξωτερική πλευρά της επόμενης στροφής. Έτσι βλέπεις την μοτοσυκλέτα να περιστρέφεται, παίρνοντας αργά την κατεύθυνση που πρέπει να της δώσεις για να συνεχίσεις την κατάβαση.
Έχω μείνει μόνος στην διαδρομή και βλέπω κόσμο να ξεπετάγεται από παντού. Σε ένα σημείο μιας μεγάλης απότομης κατηφόρας, στο τέλος της οποίας πρέπει να στρίψεις απότομα δεξιά και δεν υπάρχει ούτε εκατοστό διαφυγής μπροστά, βλέπω μια ηλικιωμένη κυρία να στέκεται με αγωνία στην αυλόπορτά της και πριν το καταλάβω σβήνει ο κινητήρας μου. Αμέσως, ακούω έντρομη την κυρία να αναφωνεί:
“Παλικάρι μου, είσαι καλά;”.
“Μια χαρά, μια χαρά, απλά κουρασμένος”, είπα.
Φτάνω στην εκκλησία, λίγο πάνω από τον χώρο του Parc Ferme όπου έχουν στηθεί και τα εμπόδια. Στο επίπεδο καλντερίμι που ακολουθεί, με διάρκεια σχεδόν εκατό μέτρα, οι πέτρες είναι τόσο άτσαλα βαλμένες και με τόσο ψηλές κορφές, που αισθάνεσαι τους τροχούς της μοτοσυκλέτας να κοντράρουν πάνω σε τοίχους. Ένα σκασμένο λάστιχο στο σημείο αυτό είναι παιχνιδάκι. Ακριβώς από πάνω από το Parc Ferme, πρέπει αφού περάσουμε μια στενή γέφυρα, να κατεβούμε ένα ακόμη κατηφορικό και με αρνητική κλίση καλντερίμι. Όσο κατεβαίνω, ο κόσμος αυξάνεται. Βλέπω άτομα στημένα παντού, κατά μήκος όλης της διαδρομής, πάνω στους λόφους, δεξιά κι αριστερά, και πριν το καταλάβω, αισθάνομαι να χάνω το μπροστινό στο κατηφορικό καλντερίμι. Βουτώ άτσαλα στην πέτρα, με πρώτο σημείο επαφής το αριστερό μου γόνατο και σέρνομαι μαζί με την μοτοσυκλέτα για μερικά μέτρα προς τα κάτω.
Ο κόσμος φωνάζει, ο πόνος είναι δυνατός, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μείνω εδώ. Παίρνω δύο ανάσες και χοροπηδάω πάλι στην σέλα, κατεβαίνω τα σκαλοπάτια και πηγαίνω για την μεγάλη ξύλινη ράμπα που σε ρίχνει στη στενή αλλά βαθιά λίμνη. Ανεβάζω τον μπροστινό στα πλευρά της λίμνης, σχεδόν στο ύψος του τιμονιού, και κατεβαίνω τα στενά σκαλοπάτια για τα τεχνητά εμπόδια. Οι κορμοί, οι τραμπάλα και η “πισίνα”, μια συστάδα ξύλων με κενό μεταξύ τους ικανό να σε ρουφήξει. Προσεκτικά περνούν όλα και ξεκινά ένας ακόμη γύρος. Μέσα στην διαδρομή και κυρίως στο δύσκολο ανηφορικό κομμάτι, προσπερνώ συναθλητές που έχουν φτάσει στα όριά τους. Μοτοσυκλέτες με ψυγεία να βράζουν, ιδρώτας και πόνος. Μετά τη μέση, σφίγγω τα δόντια και οδηγώντας σχεδόν μηχανικά το KTM παλεύω να ολοκληρώσω τους πέντε γύρους. Κι όταν το καταφέρνω, είμαι τόσο καταβεβλημένος, που σα χαμένος δεν έχω όρεξη να σκεφτώ πολλά. Πρέπει να καβαλήσω ξανά το Στράτο για ακόμη ένα γύρο στη διαδρομή τω γαϊδουριών. Με φτάνει ο Βασίλης Σιαφαρίκας με τον δικό του Έρικ, κι αυτό τουλάχιστον ξυπνά τον Στράτο που παίρνει τον Έρικ από πίσω κι έτσι τερματίζουμε. Απίστευτα κουρασμένοι και οι δύο. Αλλά στην πέμπτη θέση της τελικής κατάταξης. Ο κόσμος φαίνεται να έχει διασκεδάσει κάθε λεπτό και κάθε στιγμή του αγώνα. Μα πέρα από τους λίγο – πολύ γνωστούς θεατές από τους αγώνες μοτοσυκλέτας, το σπουδαιότερο με το Red Bull Donkey Cross είναι πως κατάφερε για άλλη μια φορά να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον εκατοντάδων ανθρώπων που δεν έχουν καμία σχέση με τους αγώνες μοτοσυκλετών. Από δεκάδες δημοσιογράφους από εφημερίδες, τηλεόραση και περιοδικά, μέχρι κάμερες και μικρόφωνα, ο πρωτότυπος αυτός αγώνας διαφημίζει με τον καλύτερο τρόπο τα πανέμορφα και γραφικά μέρη της Μακρινίτσας και του Πηλίου. Και για όσους νομίζουν ότι πρόκειται για μια απλή βόλτα στο βουνό, θα αρκούσε να περπατήσουν καμία εκατοστή βήματα μετά την κεντρική πλατεία και βλέποντας κορυφαίους Έλληνες αναβάτες enduro να έχουν λιώσει από ταλαιπωρία να καταλάβουν πως, τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα.

KTM 450 EXC
Προοδευτική λειτουργία και γερό πάτημα
Για έναν τέτοιο αγώνα θέλεις σίγουρα μια μοτοσυκλέτα που να μην τραυματίζεται εύκολα σε σκληρή χρήση, και σε αυτό οι πορτοκαλί enduro της KTM ξεχωρίζουν. Το 450 EXC που μας παραχώρησε η KTM SEE για τον αγώνα αυτό, μετρούσε μόλις εννέα ώρες λειτουργίας στο ψηφιακό πολυόργανό του, και κατάφερε να φέρει σε πέρας αυτή την δύσκολη δοκιμασία χωρίς κανένα σημάδι ταλαιπωρίας. Σε ένα μόνο σημείο στα δύσκολα ανηφορικά κομμάτια ένιωσα τα υγρά του ψυγείου να αρχίζουν να βράζουν, αλλά προσέχοντας να κρατήσω την ροή μου στα επόμενα μέτρα, δεν είχα απώλεια υγρών.
Ο κινητήρας εκκινούσε ανά πάσα στιγμή με την μίζα, οι στιβαρές αναρτήσεις που είχαν τοποθετηθεί στις προτεινόμενες εργοστασιακές ρυθμίσεις “Sport” ρουφούσαν γλυκά τις συνεχείς ανωμαλίες, και τα δυνατά φρένα φρόντιζαν να παρέχουν ασφάλεια στα μεγάλα κατηφορικά κομμάτια χωρία να κουράζονται. Ίσως το καλύτερο χαρακτηριστικό στην συμπεριφορά του 450 EXC ήταν η γλυκιά και άμεση απόκριση στο γκάζι, που έκανε τον πίσω τροχό στα δύσκολα πέτρινα κομμάτια να αποκτά ροή εύκολα, χωρίς τάσεις για υπερστροφή και γλιστρήματα.