Το Λεξικό της Βελτίωσης Part IIΙ

Σήμερα θα συνεχίσουμε με το 3ο και προτελευταίο μέρος του λεξικού μας, που καταπιάνεται με τα γράμματα Μ, Ν, Ξ, Ο και Π.

Μαμίδι: Εντελώς εργοστασιακό αυτοκίνητο.

Μαύρη.: Το φανάρι της Harley Davinson στη Βουλιαγμένης στο ύψος της Γλυφάδας. Κάποτε ήταν πολύ In στέκι για κόντρες με καινούρια μαύρη άσφαλτο.

Μεθανόλη: Χημικό καύσιμο που αυξάνει την απόδοση του κινητήρα. Καίγεται με σχεδόν αόρατη φλόγα. Πολύ διαβρωτικό. Μπορεί να καταστρέψει έναν κινητήρα στο πι και φι.

Μοτερίστας: Ο βελτιωτής που φτιάχνει μοτέρ.

Μούτρα: Βλ. Υποστροφή.

Μπαίνω: Σε μια στροφή, στρίβω γρήγορα. Πολύ κακό όταν μπαίνεις με τις πάντες και βγαίνεις συντρίμμια τα τρίμματα...

Μπάκετ: Αγγλικα Bucket Seat, είναι τα γνωστά αγωνιστικά καθίσματα. Αγκαλιάζουν το σώμα και προσφέρουν αξεπέραστη πλευρική στήριξη.

Μπάρα Θόλων: Μπάρα που δένει τους δύο θόλους του αμαξώματος. Βελτιώνει τη στρεπτική ακαμψία του πλαισίου.

Μπάρα Ψαλιδιών: Σε αυτοκίνητα χωρίς γέφυρα μπροστινού συστήματος μια μπάρα ψαλιδιών ενώνει τις βάσεις των ψαλιδιών βελτιώνοντας την ακαμψία. Βρίσκει στις λακούβες με ανατριχιαστικό θόρυβο.

Μπαρόμετρο: Όργανο που μετράει την πίεση του turbo.

Μπατσομαγνήτης: Αυτοκίνητο που το σταματάνε συνεχώς οι μπάτσοι.

Μπεκ: Εγχυτής. Το εξάρτημα που ψεκάζει βενζίνη στο θάλαμο καύσης.

Μπεκιέρα: Σωλήνα πάνω στην οποία προσαρμόζεται τα μπεκ και από εκεί παίρνουν βενζίνη.

Μπιέλα: Το μεταλλικό εξάρτημα που συνδέει το πιστόνι με τον στρόφαλο. Αν κάποια σπάσει συνήθως τρυπάει το μπλοκ και μπορεί να δημιουργήσει πυρκαγιά. Μακριά από εμάς.

Μπλόκ: Το κάτω μέρος του κινητήρα μέσα στο οποίο υπάρχουν οι κύλινδροι, τα πιστόνια, οι μπιέλες, ο στρόφαλος και άλλα εξαρτήματα. Είναι το μεγαλύτερο και το πιο γερό εξάρτημα του κινητήρα. Αν καταφέρεις να σπάσεις μπλοκ από υπερβολική δύναμη μπορείς να είσαι περήφανος.

Μπλοκέ: Διαφορικό που σε σύγκριση με το κλασσικό δεν έχει την τάση να σπινιάρει ακατάσχετα μιας και δεν στέλνει τη δύναμη στον τροχό με τη λιγότερη πρόσφυση. Αντί αυτού προσπαθεί να ισομοιράσει τα πράγματα. Χρήσιμο για εκκινήσεις και οδήγηση σε στροφιλίκι.

Μπουζί: Ελλ: Σπινθηριστής. Απελευθερώνει σπινθήρα στο θάλαμο καύσης και αναφλέγει το καύσμιο μείγμα.

Μπουζοκαλώδιο: Καλώδιο που μεταφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα στα μπουζί. Μπούκα: Η απόληξη της εξάτμισης. Επίσης η τεχνική του να πατάς έξω από το δρόμο στην εσωτερική της στροφής.

Μπουκαλάτο: Αυτοκίνητο με μπουκάλια, δηλαδή νίτρο.

Νίτρο: Αέριο που είναι υγροποιημένο υπό πίεση και όταν αεροποιείται απελευθερώνει οξυγόνο. Καλό για να κάψεις περισσότερη βενζίνη και συνεπώς να κερδίσεις σε απόδοση. 

Ντιστριμπιτέρ: Εξάρτημα παλιών συστημάτων ανάφλεξης που στέλνει το ρεύμα στο σωστό μπουζί.

Ξεμπαζώνει: Αυτοκίνητο που ξεκινά γρήγορα και εντυπωσιακά.

Ξηρό κάρτερ: Σύστημα κατά το οποίο τα λάδια του κινητήρα δεν στάζουν σε λεκάνει στο κάτω μέρος του μπλοκ (κάρτερ). Αντί αυτού συγκεντρώνονται σε ξεχωριστό δοχείο.

Ξυρίζει: Μοτέρ που στροφάρει τρελά σαν αλυσοπρίονο η μηχανή του γκαζόν.

Οικόπεδο: Όταν έχεις έβγα σε χωράφι αγοράζεις ένα οικοπεδάκι.

Ολυμπιακό Χωριό: Το καλύτερο μέρος αυτή τη στιγμή για βραδυνή δραστηριότητα.

Πάντες: Όταν ένα αυτοκίνητο κινείται με το πλάι. Παντηλίκι: Το να σπινάρεις τα λάστιχα με τη γνωστή μέθοδο. Όλα τα αυτοκίνητα μπορούν να το κάνουν, εκτός αν δεν απενεργοποιείται το ESP. Έχει μεγαλύτερο νόημα σε ένα πισωκίνητο όταν συνοδεύεται από υπερστροφή.

Παραφλού: Το αντιπηκτικό του συστήματος ψύξης. Στην ουσία Paraflu είναι η μάρκα του αντιψυκτικού της Fiat.

Πάτημα: Να πατήσεις το γκάζι στο δρόμο, να κάνεις ένα άνοιγμα (βλ. Άνοιγμα), να κάνεις μια δυναμομέτρηση ή μια κοντρίτσα. Π.χ. Χθες κάναμε ένα πάτημα με το CRX του Γιώργου.

Πάτωμα: Πατάω το γκάζι μέχρι να τελειώσει η διαδρομή του.

Περαστικός: Δικαιολογία για τους μπάτσους όταν σε πιάσουν στο Ολυμπιακό Χωριό. Δεν πιάνει.

Περιστροφικός κινητήρας: Ο κινητήρας wankel. Αντί για πιστόνια έχει ρότορες που περιστρέφονται κατά την ανάφλεξη.

Πεταλούδα: Το άνοιγμα μέσα από το οποίο ρουφάει αέρα ο κινητήρας. Το άνοιγμα φράζει ένας δίσκος που στρέφεται από κάθετα σε οριζόντια αφήνοντας ανάλογη ποσότητα αέρα να περάσει.

Πινακίδες: Αυτό που δεν θέλεις με τίποτα να σου πάρουν οι μπάτσοι.

Πιστόνι: Κυλινδρικό μεταλλικό εξάρτημα πάνω στο οποίο γίνεται η ανάφλεξη του μείγματος και τα καυσαέρια το κινούν προς τα κάτω δίνοντας κίνηση στο στρόφαλο. Ακριβό όταν χαλάει.

Πιτσιλιστήρια: Τα μπεκ πλύσεως του παρμπρίζ. Τα φωτιζόμενα είναι λίγο καγκουριά.

Πλεξούδα: Η καλωδίωση του κινητήρα. Πολύ μπλέξιμο.

Πλούσιο: Μοτέρ που το καύσιμο μείγμα είναι πλούσιο σε βενζίνη. Δεν είναι καλό ούτε για την οικονομία ούτε για την απόδοση. Αντίθετο: Φτωχό, 1:1: στοιχειομετρικό.

Πολλαπλασιαστής: Εξάρτημα που πολλαπλασιάζει τα 12 βολτ του ηλεκτρικού συστήματος της μπαταρίας και τα κάνει χιλιάδες, όσα απαιτούνται για την ανάφλεξη του κινητήρα.

Πολλαπλή εισαγωγής: Το αντίστροφο της πολλαπλής εξαγωγής. Πάνω της είναι προσαρμοσμένη η πεταλούδα και μέσα από την πολλαπλή ο εισερχόμενος αέρας μοιράζεται στους αυλούς εισαγωγής του κάθε θάλαμου καύσης.

Πολλαπλή εξαγωγής: Το χταπόδι. Σωλήνες που μαζεύουν τα καυσαέρια από τους αυλούς εξαγωγής της κυλινδροκεφαλής.

Πολύδισκος Συμπλέκτης: Συμπλέκτης που αντι για έναν έχει περισσότερους δίσκους για να αντέχει τα μεγάλα νούμερα ροπής. Δύσκολο στο ξεκίνημα.

Πολυεστεράς: Ο βελτιωτής που φτιάχνει πολυεστερικούς προφυλακτήρες.

Πολυπίστονη δαγκάνα: Δαγκάνα που αντί για ένα πιστόνι έχει περισσότερα με αποτέλεσμα να πιέζει αποτελεσματικότερα το τακάκι στο δίσκο.

Πουντότζιτο: Το Punto GT.

Προανάφλεξη: Βλέπε πυράκια

Πρόγραμμα: Βλ. Τσιπάκι

Προπορεία: Ο χρονισμός του εκκεντροφόρου νωρίτερα από το κανονικό.

Προφυλακτήρες: (Έκφραση) Τον πήγαινα προφυλακτήρες. Σημαίνει πως ήμουν τόσο κοντά του που οι προφυλακτήρε σχεδόν ακουμπούσαν.

Πυράκια: Ή αλλιώς προανάφλεξη, δηλαδή το καύσιμο μείγμα να εκραγεί πριν την καθορισμένη στιγμή, πράγμα καταστροφικό για τον κινητήρα.

Πυροβολάει: Μοτέρ που σκάει στις αλλαγές.

Πυρόμετρο: Όργανο που μετράει τη θερμοκρασία των καυσαερίων. Υψηλή θερμοκρασία σε ένα turbο μπορεί να σημαίνει από κακή ρύθμιση μέχρι επικείμενο σπάσιμο.